Υπάρχουν δύο κατηγορίες options (δικαιώματα προαίρεσης), τα calls και τα puts.
Ένα put option σε μετοχή δίνει το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση στον αγοραστή του να πουλήσει 100 μετοχές σε μια συγκεκριμένη τιμή (τιμή εξάσκησης).
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε αγοράσει 1 put στην μετοχή C (Citigroup) με τιμή εξάσκησης τα $30 την στιγμή που η μετοχή διαπραγματεύεται στα $32. Σαν αγοραστές του put πρέπει να πληρώσουμε κάποιο ποσό στον πωλητή, το οποίο ονομάζεται premium. Έστω ότι το ποσό αυτό ήταν στο παράδειγμα μας $1/μετοχή (σύνολο $100/put).
Περίπτωση 1:
Αν η μετοχή μετά από 1 μήνα διαπραγματεύεται στα $25 τότε συμφέρει τον αγοραστή του put να εξασκήσει το δικαίωμα του να πουλήσει τις 100 μετοχές στα $30 (τιμή εξάσκησης) και αν θέλει τις αγοράζει ξανά σε χαμηλότερη τιμή στην αγορά, συγκεκριμένα στα $25 (short selling). Έτσι πραγματοποιεί έσοδα $5/μετοχή (για τον υπολογισμό των κερδών θα πρέπει να αφαιρέσει το premium που πλήρωσε και τις προμήθειες συναλλαγών).
Ο πωλητής του put από την άλλη πλευρά έχει υποχρέωση και όχι δικαίωμα (δεν είναι στο χέρι του) ν’ αγοράσει τις μετοχές που του παραδίδονται. Το premium που εισέπραξε για να πουλήσει το put το κρατάει ανεξάρτητα από την έκβαση της τιμής της μετοχής. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο πωλητής έχει ζημιές γιατί είναι υποχρεωμένος ν’ αγοράσει 100 μετοχές στα $30 ενώ στην αγορά η τιμή τους είναι στα $25. Αν τις πουλήσει επιτόπου στα $25 για να κλείσει τη θέση του θα πραγματοποιήσει μικτή ζημιά $5/μετοχή.
Περίπτωση 2:
Αν η μετοχή μετά από 1 μήνα διαπραγματεύεται στα $35 τότε δεν συμφέρει τον αγοραστή του put να εξασκήσει το δικαίωμα του να πουλήσει τις 100 μετοχές στα $30 (τιμή εξάσκησης) γιατί μπορεί να τις πουλήσει ακριβότερα στην αγορά (στα $35). Επομένως δεν το εξασκεί χάνοντας απλά το premium που πλήρωσε ($100 συν προμήθειες).
Ο πωλητής του put από την άλλη πλευρά κρατάει το premium που εισέπραξε, όπως και στην πρώτη περίπτωση, ανεξάρτητα από την έκβαση της τιμής της μετοχής και αυτό είναι και το μέγιστο κέρδος του ($100 πλην προμήθειες).
Επομένως, σαν αγοραστές του put πιστεύουμε ότι η τιμή της μετοχής θα διαπραγματεύεται σύντομα κάτω από την τιμή εξάσκησης ενώ σαν πωλητές πάνω.
Όλα τα options έχουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης μέχρι την οποία είτε έχει νόημα να εξασκηθούν (αν συμφέρει τον αγοραστή), είτε λήγουν χωρίς αξία.
Σημειώστε ότι στα options που έχει νόημα να εξασκηθούν δεν χρειάζεται ο αγοραστής να μπει στη διαδικασία να εξασκήσει το δικαίωμα του. Μπορεί απλά λίγο πριν την λήξη να πουλήσει το premium σε υψηλότερη τιμή από αυτή που το αγόρασε και να κλείσει τη θέση του με το ίδιο περίπου κέρδος που θα είχε αν το εξασκούσε.
Επίσης αντί για μετοχές, το put θα μπορούσε να αφορά οποιοδήποτε προϊόν π.χ. νομίσματα, δείκτες, αγροτικά προϊόντα κλπ. Η λογική είναι η ίδια.
Άρα λοιπόν βλέπουμε ότι κάθε put option έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά:
1. Αγοραστή (buyer) και πωλητή (writer)
2. Tο premium
3. Την τιμή εξάσκησης (strike price)
4. Τη λήξη του put πέραν της οποίας το option παύει να υπάρχει
5. Τον υποκείμενο τίτλο π.χ. μετοχές
Συμπερασματικά, το put option δίνει στον αγοραστή του το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να πουλήσει τον υποκείμενο τίτλο σε μια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία σε προκαθορισμένη τιμή, ενώ ο πωλητής έχει την υποχρέωση ν’ αγοράσει τον υποκείμενο τίτλο σε μια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία σε προκαθορισμένη τιμή αν το put εξασκηθεί εναντίον του/της.
Ο αγοραστής του put θέλει η τιμή του υποκείμενου τίτλου να μειώνεται γιατί έτσι κερδίζει εφόσον έχει ”καπαρώσει” μια συγκεκριμένη τιμή πώλησης, ενώ ο πωλητής (writer) θέλει την τιμή του υποκείμενου τίτλου ν’ αυξάνεται έτσι ώστε το put να μην εξασκηθεί εναντίον του, πραγματοποιώντας το μέγιστο κέρδος του που είναι το premium.
Σε options σε μετοχές ένα συμβόλαιο (call ή put) αφορά 100 μετοχές.