Η έννοια του οφέλους διακράτησης (convenience yield) είναι βασική στην θεωρητική τιμολόγηση των futures με υποκείμενο αγαθό κάποιο προϊόν το οποίο μπορεί να καταναλωθεί και ν’ αποθηκευτεί. Είναι στην ουσία μια ετησιοποιημένη ποσοστιαία απόδοση (όπως τα επιτόκια) που ένα προϊόν μπορεί να μας δώσει αν το έχουμε αποθηκευμένο και έτοιμο προς παράδοση έτσι ώστε να καλύψουμε άμεσα ανάγκες της αγοράς. Αυτή η απόδοση μπορεί επίσης να προκύψει από κερδοσκοπία σε σχέση με αναμενόμενες προσωρινές ελλείψεις που μπορεί να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.
Με άλλα λόγια, αντανακλά τις προσδοκίες των συμμετεχόντων στην αγορά σε σχέση με την μελλοντική διαθεσιμότητα κάποιου διαπραγματεύσιμου προϊόντος. Προφανώς, futures με υποκείμενα αγαθά που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση δεν ενσωματώνουν όφελος διακράτησης.
Η σχέση ανάμεσα στις τιμές των συμβολαίων και το όφελος διακράτησης είναι αντίστροφη. Αυτό σημαίνει ότι όταν το όφελος διακράτησης ανεβαίνει η τιμή των futures πέφτει και το αντίστροφο. Αυτό είναι απόλυτα λογικό, γιατί προκειμένου ν’ ανταποκριθεί κάποιος σε έλλειμμα προσφοράς κάποιου προϊόντος πρέπει να το έχει αποθηκευμένο κι έτοιμο για άμεση παράδοση αν χρειαστεί και όχι να έχει θέση σε κάποιο συμβόλαιο που η ημερομηνία παράδοσης του θα είναι στο μέλλον. Κατά συνέπεια, η ζήτηση για futures πέφτει, άρα και η τιμή τους. Αυτό φαίνεται επίσης και στον τύπο αποτίμησης συμβολαίων σε αγαθά που είναι προς κατανάλωση (αρνητικό πρόσημο μπροστά απ’ το y).