Υπάρχουν δύο κατηγορίες options (δικαιώματα προαίρεσης), τα calls και τα puts.
Ένα call option σε μετοχή δίνει το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση στον αγοραστή του να αγοράσει 100 μετοχές σε μια συγκεκριμένη τιμή (τιμή εξάσκησης).
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε αγοράσει 1 call στην μετοχή C (Citigroup) με τιμή εξάσκησης τα $30 την στιγμή που η μετοχή διαπραγματεύεται στα $28. Σαν αγοραστές του call πρέπει να πληρώσουμε κάποιο ποσό στον πωλητή, το οποίο ονομάζεται premium. Έστω ότι το ποσό αυτό ήταν στο παράδειγμα μας $1/μετοχή (σύνολο $100/call).
Περίπτωση 1:
Αν η μετοχή μετά από 1 μήνα διαπραγματεύεται στα $35 τότε συμφέρει τον αγοραστή να εξασκήσει το δικαίωμα του να αγοράσει τις 100 μετοχές στα $30 (τιμή εξάσκησης) και αν θέλει τις πουλάει στην αγορά για $35, πραγματοποιώντας έσοδα $5/μετοχή (για τον υπολογισμό των κερδών θα πρέπει να αφαιρέσει το premium που πλήρωσε και τις προμήθειες συναλλαγών) .
Ο πωλητής του call από την άλλη πλευρά έχει υποχρέωση και όχι δικαίωμα (δεν είναι στο χέρι του) να παραδώσει τις μετοχές που του ζητήθηκαν. Το premium που εισέπραξε για να πουλήσει το call το κρατάει ανεξάρτητα από την έκβαση της τιμής της μετοχής. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο πωλητής έχει ζημιές γιατί αν δεν έχει ήδη στα χέρια του τις 100 μετοχές θα πρέπει να τις αγοράσει στα $35 που διαπραγματεύονται τώρα και να τις πουλήσει στα $30 πραγματοποιώντας μικτή ζημιά $5/μετοχή.
Περίπτωση 2:
Αν η μετοχή μετά από 1 μήνα διαπραγματεύεται στα $25 τότε δεν συμφέρει τον αγοραστή να εξασκήσει το δικαίωμα του να αγοράσει τις 100 μετοχές στα $30 (τιμή εξάσκησης) γιατί μπορεί να τις αγοράσει φθηνότερα. Επομένως δεν το εξασκεί χάνοντας απλά το premium που πλήρωσε ($100 συν προμήθειες).
Ο πωλητής του call από την άλλη πλευρά κρατάει το premium που εισέπραξε, όπως και στην πρώτη περίπτωση ανεξάρτητα από την έκβαση της τιμής της μετοχής κι αυτό είναι και το μέγιστο κέρδος του ($100 πλην προμήθειες).
Επομένως, σαν αγοραστές του call πιστεύουμε ότι η τιμή της μετοχής θα διαπραγματεύεται σύντομα πάνω από την τιμή εξάσκησης ενώ σαν πωλητές κάτω.
Όλα τα options έχουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης μέχρι την οποία είτε έχει νόημα να εξασκηθούν (αν συμφέρει τον αγοραστή), είτε λήγουν χωρίς αξία.
Σημειώστε ότι στα options που έχει νόημα να εξασκηθούν δεν χρειάζεται ο αγοραστής να μπει στη διαδικασία να εξασκήσει το δικαίωμα του. Μπορεί απλά λίγο πριν την λήξη να πουλήσει το premium σε υψηλότερη τιμή από αυτή που το αγόρασε και να κλείσει τη θέση του με το ίδιο περίπου κέρδος που θα είχε αν το εξασκούσε.
Επίσης αντί για μετοχές, το call θα μπορούσε να αφορά οποιοδήποτε προϊόν π.χ. νομίσματα, δείκτες, αγροτικά προϊόντα κλπ. Η λογική είναι η ίδια.
Άρα λοιπόν βλέπουμε ότι κάθε call option έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά:
1. Αγοραστή (buyer) και πωλητή (writer) του call
2. Tο premium
3. Την τιμή εξάσκησης (strike price)
4. Τη λήξη του call πέραν της οποίας το option παύει να υπάρχει
5. Τον υποκείμενο τίτλο π.χ. μετοχές
Συμπερασματικά, το call option δίνει στον αγοραστή του το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση ν’ αγοράσει τον υποκείμενο τίτλο σε μια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία σε προκαθορισμένη τιμή, ενώ ο πωλητής έχει την υποχρέωση να πουλήσει τον υποκείμενο τίτλο σε μια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία σε προκαθορισμένη τιμή αν το call εξασκηθεί εναντίον του/της.
Ο αγοραστής του call θέλει η τιμή του υποκείμενου τίτλου ν’ ανεβαίνει γιατί έτσι κερδίζει εφόσον έχει ”καπαρώσει” μια συγκεκριμένη τιμή αγοράς, ενώ ο πωλητής (writer) θέλει την τιμή του υποκείμενου τίτλου να πέφτει έτσι ώστε το call να μην εξασκηθεί εναντίον του, πραγματοποιώντας το μέγιστο κέρδος του που είναι το premium.
Σε options σε μετοχές ένα συμβόλαιο (call ή put) αφορά 100 μετοχές.