Ένα ομόλογο έχει πολλές ομοιότητες με μια προθεσμιακή κατάθεση. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε αγοράσει ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας €1000 με απόδοση 5% ετησίως και λήξη μετά από 10 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο που το έχουμε στα χέρια μας θα αποδίδει €50 (€1000 x 5% = €50). Στη λήξη του μετά από 10 χρόνια θα μας επιστραφεί και το αρχικό μας κεφάλαιο, δηλαδή τα €1000. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν κάναμε μια προθεσμιακή κατάθεση αξίας €1000 με επιτόκιο 5% ετησίως.
Όμως μετά την έκδοση τους στην πρωτογενή αγορά τα ομόλογα διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά που λειτουργεί στην ουσία σαν χρηματιστήριο ομολόγων. Στη δευτερογενή αγορά αυτοί που αγόρασαν τα ομόλογα τους στην πρωτογενή μπορούν να τα πουλήσουν σε άλλους ενδιαφερόμενους αγοραστές που δεν τα προμηθεύτηκαν από την πρωτογενή αγορά.
Οι τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά είναι διαφορετικές από την ονομαστική τους αξία γιατί εξαρτώνται από την προσφορά και τη ζήτηση τους. Π.χ. κάποιες σειρές Ελληνικών ομολόγων έφτασαν να διαπραγματεύονται στο 12% της ονομαστικής τους αξίας λόγω της Ελληνικής χρεοκοπίας. Αν δηλαδή η ονομαστική τους ήταν €1000 στη δευτερογενή διαπραγματεύονταν στα €120. Παρόλα αυτά στη λήξη τους (αν υποθέσουμε ότι ο εκδότης τους δεν χρεοκοπήσει και δεν γίνει κάποιο κούρεμα) ο κάτοχος τους θα λάβει την ονομαστική τους αξία (€1000) συν τους τόκους κατά την περίοδο κατοχής τους, είτε τα αγόρασε στην ονομαστική τους αξία είτε τα αγόρασε πολύ φθηνότερα. Π.χ. αν τα έχει αγοράσει στη δευτερογενή στο 50% της ονομαστικής τους αξίας (€500) η πραγματική του απόδοση στη λήξη θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την ονομαστική του 5% γιατί θα έχει και κεφαλαιακά κέρδη (€1000 που θα πάρει πίσω στη λήξη μείον €500 που πλήρωσε για να τα αγοράσει ίσον €500 κεφαλαιακά κέρδη).
Από το παραπάνω παράδειγμα γίνεται αντιληπτό ότι όταν η τιμή ενός ομολόγου μειώνεται αυξάνεται η πραγματική του απόδοση (yield to maturity) και όταν η τιμή του αυξάνεται μειώνεται η πραγματική του απόδοση.